τουπισω

τουπισω
    τοὐπίσω
    in crasi = τὸ ὀπίσω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τουπισω" в других словарях:

  • τουπίσω — Α κράση αντί τo ὀπίσω …   Dictionary of Greek

  • τοὐπίσω — ἐπίσω , ἔπισος masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐπίσω , ἔπισος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἐπίσω , ἐφίζω set upon aor subj act 1st sg (ionic) ὀπίσω , ὀπίσω backwards indeclform (adverb) ὀπίσω , ὀπίζω extract juice from aor subj act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MYRMECOLEON — Graece Μυρμηκολἐων, quasi Formicaleo, apud Iobum c. 4. v. 11. iuxta LXX. Interp. Μυρμηκολέων ώλετο παρὰ τὸ μὴ ἔχειν βορὰν, Myrmecoleo periit, eo quod non haberet escam: Gregorio in Iobum, animalculum est formicis insidiosum, quasi leo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μηνίσκος — I (Ανατ.). Ινοχόνδρινος σχηματισμός που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο αρθρικών επιφανειών, με προορισμό να βελτιώνει την εφαρμογή τους. Από το αρθρικό σύστημα του ανθρώπου αναφέρεται ο μ. της γναθοκροταφικής άρθρωσης, που βρίσκεται ανάμεσα στον… …   Dictionary of Greek

  • οπισαμβώ — ὀπισαμβώ, ἡ (Α) (κατά τον Ευστάθ.) «ἡ εἰς τοὐπίσω ἀναχώρησις», η επιστροφή, ο γυρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπίσω + ἀμβαίνω, επικ. και ιων. τ. τού ἀναβαίνω] …   Dictionary of Greek

  • οπισθορμώ — ὀπισθορμῶ, έω (Α) ορμώ, σπεύδω προς τα πίσω («ὀπισθορμήσας εἰς τοὐπίσω χωρήσας», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + ὁρμῶ] …   Dictionary of Greek

  • υποβαίνω — ΜΑ [βαίνω] (με γεν.) είμαι υποδεέστερος, είμαι κατώτερος (α. «τὰ ὑπ αὐτοῡ [ενν. τοῡ Χριστοῡ] γεγονότα, ὑποβεβηκότα δὲ τὴν αὑτοῡ θεότητα», Επιφάν. β. «oἱ [ενν. θνητοί] τῶν ἡρώων ὑποβαίνουσι», Ιεροκλ.) αρχ. 1. στέκομαι από κάτω, στηρίζω («τὸ… …   Dictionary of Greek

  • όπισσος — ὄπισσος και δ. γρφ. ὀπίσσοος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εἰς τοὐπίσω ἐπάνω φέρεσθαι» …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»